- έφαμμος
- ἔφαμμος, -ον (Α)αμμώδης («ἐὰν δὲ δὴ ἐν ἁλμώδει καὶ ἐφάμμῳ φυτεύσῃ», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἄμμος με αναλογική δάσυνση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔφαμμος — sandy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμῳ — ἔφαμμος sandy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαμμίζω — ἐφαμμίζω (Α) [έφαμμος] πάπ. 1. γεμίζω με άμμο 2. μέσ. ἐφαμμίζομαι καλύπτομαι από άμμο … Dictionary of Greek
ἔφαμμα — neut nom/voc/acc sg ἔφαμμος sandy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)